- δυσνυμφος
- δύσνυμφοςδύσ-νυμφοςadj. f (о невесте) несчастная, злополучная
(νύμφη Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(νύμφη Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δύσνυμφος — δύσνυμφος, ον (Α) (για γυναίκα) η δυστυχισμένη στον γάμο … Dictionary of Greek
δύσνυμφον — δύσνυμφος ill wedded masc/fem acc sg δύσνυμφος ill wedded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσνυμφε — δύσνυμφος ill wedded masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… … Dictionary of Greek